σύχλιος

σύχλιος
-α, -ο, Ν
χλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χλιός «χλιαρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύχλιος, -ια, -ιο — λίγο χλιαρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συχλιάζω — και συχλιαίνω Ν [σύχλιος] θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει χλιαρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”